- ακροπτερύγιος
- -α, -ο1. χαρακτηρισμός εξαρτημάτων αεροσκαφών, που τοποθετούνται στα ακροπτερύγια«ακροπτερύγια δεξαμενή», «ακροπτερύγιος πλωτήρας»2. (το ουδέτ. ως ουσ.) το ακροπτερύγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + πτερύγιον, υποκ. < πτέρυξτο ουδ. ακροπτερύγιο, που χρησιμοποιείται ως ουσιαστ. αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. wingtip].
Dictionary of Greek. 2013.